- πεταστή
- Ονομάζεται έτσι ένας από τους χαρακτήρες ποσότητας, που χρησιμοποιείται στη σημερινή σημειογραφία της βυζαντινής μουσικής. Στο αρχαίο στενογραφικό σύστημα της βυζαντινής μουσικής, η π. είχε τη γραφή που έχει σήμερα, την ίδια αξία και ονομασία και ανήκε στα ανιόντα φωνητικά σημάδια και μάλιστα στην κατηγορία των σωμάτων.
* * *η, ΝΜ(βυζ. μουσ.)ανιόν σημαδόφωνο τής παπαδικής τέχνης, που είναι όμως και χαρακτήρας ποιότητας και απαιτεί ένα τίναγμα και γύρισμα τής φωνήςνεοελλ.ψωμί πρόχειρα ζυμωμένο και ψημένο, αλλ. πεταχτάρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πετάννυμι και πετάω «απλώνω, ανοίγω, εκτείνω»].
Dictionary of Greek. 2013.